- κορφοβούνι
- τοη κορυφή του βουνού, βουνοκορφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κορφοβούνι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 291 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 16 χλμ. Β της πόλης της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βλαχέρνας. * * * το η κορυφή τού βουνού, η βουνοκορφή … Dictionary of Greek
ακροβούνι — το βουνοκορφή, κορφοβούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βουνί] … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
βουνοκορφή — η η κορυφή του βουνού, το κορφοβούνι: Οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου φαίνονται από τη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)